- ἀγχωμάλως
- ἀγχώμαλοςnearly equaladverbialἀγχώμαλοςnearly equalmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγχώμαλος — ἀγχώμαλος, ον (AM) 1. σχεδόν ίσος 2. αμφίρροπος, αμφίβολος μσν. επίρρ. ἀγχωμάλως ομαλά, συνετά, φρόνιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + ὁμαλός, με αποβολή τού ι και έκταση τού αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος τού β΄ συνθετικού ὁ σε μακρόχρονο ω ] … Dictionary of Greek